κέρα — κέρᾱ , κέρας Aër. neut nom/voc/acc dual (epic) κέρᾱ , κέρας Aër. neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερά — κεράς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρᾳ — κέραϊ , κέρας Aër. neut dat sg κέρας Aër. neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κερά Ελαιούσα — Οικισμός (22 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχανών … Dictionary of Greek
Άνω Κερά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 98 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χερσονήσου … Dictionary of Greek
Γρα Κερά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 37 κάτ.) του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κολυμβαρίου … Dictionary of Greek
κέρατ' — κέρᾱτα , κέρας Aër. neut nom/voc/acc pl κέρᾱτι , κέρας Aër. neut dat sg κέρᾱτε , κέρας Aër. neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμένων — κερᾱμένων , κεράω mix pres part mp fem gen pl (epic doric aeolic) κερᾱμένων , κεράω mix pres part mp masc/neut gen pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατίνας — κερᾱτίνᾱς , κεράτινος made of horn fem acc pl κερᾱτίνᾱς , κεράτινος made of horn fem gen sg (doric aeolic) κερατίνᾱς , κερατίνης the fallacy called the Horns masc acc pl κερατίνᾱς , κερατίνης the fallacy called the Horns masc nom sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατίνων — κερᾱτίνων , κεράτινος made of horn fem gen pl κερᾱτίνων , κεράτινος made of horn masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)